λεονταρήσιος

λεονταρήσιος
α, ο прям. , перен. львиный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λεονταρήσιος" в других словарях:

  • λεονταρήσιος — α, ο βλ. λιονταρήσιος …   Dictionary of Greek

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λιονταρήσιος — και λεονταρήσιος, α, ο [λιοντάρι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιοντάρι 2. μτφ. γενναίος σαν λιοντάρι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»